- μικρογράμματος
- -η, -ο1. γραμμένος με μικρά, πεζά γράμματα («μικρογράμματη γραφή» — γραφή με πεζά γράμματα, σε αντιδιαστολή προς τη μεγαλογράμματη).[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + γράμμα, -ατος (πρβλ. μεγαλο-γράμματος). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ.Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.